φαμενος

φαμενος
    φάμενος
    эп. part. med. к φημί См. φημι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαμενος" в других словарях:

  • φάμενος — φημί Spir. Prooem. pres part mid masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вѣщати — ВѢЩА|ТИ (754), Ю, ѤТЬ гл. Сказать что л., сообщить: не вѣштати срамьныихъ словесъ. Изб 1076, 93; истинѹ ти вѣщаю о҃че ЖФП XII, 54г; и сльзами разлива˫асѩ и не могыи гл҃ати. въ ср҃дци си начатъ сицева˫а вѣщати. СкБГ XII, 9б; ѡвомѹ вътороѥ по… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παλαιφάμενος — παλαιφάμενος, η, ον (Α) αυτός που έχει λεχθεί από παλιά, παλαίφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + φάμενος, μτχ. τού φημί] …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • υφαίνω — και φαίνω ύφανα και έφανα, υφάθηκα και φάθηκα, υφασμένος και φασμένος και φαμένος 1. στον υφαντικό ιστό του αργαλειού πλέκω νήματα σε μήκος και σε πλάτος (στημόνι και φάδι) για κατασκευή υφάσματος. 2. μτφ., ετοιμάζω κάτι κρυφά και δόλια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»